προσοδιακός

προσοδιακός
προσοδ-ιακός, ή, όν,
A processional, χοροί prob. in Democh.2J.
II π. μέτρον, the metre ¯ ¯ ?προσοδιακόςX ?προσοδιακόςX ¯ ?προσοδιακόςX ?προσοδιακόςX ¯ (variously explained), Heph.15.3, Sch.Ar.Nu.651, etc., cf. Plu.2.1141a; applied to a different metre, Aristid.Quint.1.17; στίχοι π. D.H.Comp.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσοδιακός — processional masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακός — ή, όν, Α [προσόδιος] 1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.) 2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ υυ υυ . β) «προσοδιακὸς ρυθμός» ο μετρικός χρόνος τών… …   Dictionary of Greek

  • προσοδιακά — προσοδιακός processional neut nom/voc/acc pl προσοδιακά̱ , προσοδιακός processional fem nom/voc/acc dual προσοδιακά̱ , προσοδιακός processional fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακῶν — προσοδιακός processional fem gen pl προσοδιακός processional masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακόν — προσοδιακός processional masc acc sg προσοδιακός processional neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακοῖς — προσοδιακός processional masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακοί — προσοδιακός processional masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακοῦ — προσοδιακός processional masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακούς — προσοδιακός processional masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακή — προσοδιακός processional fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακῷ — προσοδιακός processional masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”